καθίκι — το βλ. καθοίκι … Dictionary of Greek
καθοίκι — και καθίκι και καθήκι, το (Μ καθοίκιν) αγγείο για αφόδευση, δοχείο νυκτός, αγγείο, πάπια νεοελλ. (για πρόσ.) αισχρό άτομο, κάθαρμα, ανυπόληπτο πρόσωπο μσν. στον πληθ. τά καθοίκια τα οικιακά σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καθοίκι < μσν. καθοίκιν <… … Dictionary of Greek
δοχείο — το (AM δοχεῑον Α και δοχήιον) [δέχομαι] σκεύος όπου τοποθετούνται ρευστές κυρίως ουσίες, αγγείο μσν. νεοελλ. αποθήκη τροφίμων σε μοναστήρι νεοελλ. 1. ουροδοχείο, αγγείο 2. «δοχείο πάσης ρυπαρότητος» κακοηθέστατος, λέρα, καθίκι μσν. 1. χτιστός… … Dictionary of Greek
καθίκης — ο [καθίκι] άνθρωπος τιποτένιος … Dictionary of Greek
δοχείο — το 1. σκεύος για τη φύλαξη διάφορων ουσιών: Γυάλινο δοχείο. 2. φρ., «δοχείο νυκτός», ουροδοχείο, καθίκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ουροδοχείο — το δοχείο για κατούρημα, αλλ. αγγειό, καθίκι, τσουκάλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)